αδιάμαχος

αδιάμαχος
-η, -ο [διαμάχη]
1. (για τόπο ή χώρα) αυτός από τον οποίο δεν πέρασε μαχόμενος στρατός, ο ουδέτερος
2. αδιαφιλονίκητος, αδιαμφισβήτητος.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”